Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αμφιδέξιος
- απόδοση: που με ευχέρεια χρησιμοποιεί τόσο το δεξί όσο & το αριστερό χέρι / ο ικανός / ο επιτήδειος
- συγγενές: αμφίχειρας
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’