Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανεπαρκής ποσότητα > βοήθεια > συμβολή
- απόδοση: που είναι ολιγότερη από αυτό που απαιτείται / που δεν επαρκεί
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’