Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χαμηλής στάθμης
- απόδοση: το επίπεδο επιφανείας υγρού το ευρισκόμενο σε κατάσταση ηρεμίας / το επίπεδο που βρίσκεται άτομο ή ομάδα ατόμων από άποψη μορφωτική ή πολιτιστική
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’
οι παραγόμενες σκέψεις του πτωχού μυαλού του είναι λ
παρατηρείται τελευταίως χαμηλή στάθμη υδάτων στον ταμιευτήρα του Μόρνου