Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σιωπηρά αποδεκτό > επιτρεπτό
- απόδοση: που δεν εκφράζεται αλλά υπονοείται σαφώς
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’
το φαινόμενο καθυστέρησης κατά την προσέλευση προσωπικού έγινε λ επιτρεπτό
η συζυγική απιστία προς χάριν της οικογενειακής γαλήνης έγινε λ αποδεκτή