Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσμενείς επιπτώσεις > αποφάσεις
- απόδοση: που δημιουργούν δυσάρεστες συνθήκες για την πραγματοποίηση στόχου
- αντίθετο: ευνοϊκές
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’
δέχεται άνωθεν πιέσεις προκειμένου να λάβει λ αποφάσεις για το πλεονάζον προσωπικό
το άκρατο κάπνισμα είχε λίαν λ επιπτώσεις στην υγεία του