Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στάση μεροληπτική > αμερόληπτη
- απόδοση: που προκειμένου να κρίνει ή να αποφασίσει επηρεάζεται από υποκειμενικά κριτήρια
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’