Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μέτρο κατασταλτικό
- απόδοση: η εφαρμογή του οποίου σκοπεύει στην καταστολή της διέγερσης
- αντίθετο: διεγερτικό
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’
η κυβέρνηση έλαβε μέτρα κατασταλτικά μη δυνάμενη να αναπτύξει αντ΄ αυτών ανασταλτικά