Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξέφρασε ζήλο
- απόδοση: έμπρακτη προθυμία / αφοσίωση κατά την εκτέλεση έργου / ζέση
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’
από το νεαρόν της ηλικίας την διακατέχει βαθύτατος θρησκευτικός ζήλος
για ό,τι αφορά τις σπουδές τον χαρακτηρίζει υπερβάλλων ζήλος
εγκατέλειψε το επάγγελμα κι αφοσιώθηκε με ζήλο στην οικογένεια
στην διεκπεραίωση της υπόθεσης επέδειξε πρωτοφανή ζήλο