Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιτρεπόμενο όριο
- απόδοση: που δίδεται η δυνατότητα / που δεν απαγορεύεται
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’
παραβίασε το λ ταχύτητος κατά πολύ
υπερέβη τα επιτρεπόμενα όρια συμπεριφοράς