Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανασταλτικός των εξελίξεων
- απόδοση: που δεν επιτρέπει την εξέλιξή τους / που έχει ανασταλτικό χαρακτήρα
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’
ο τρόπος που επέλεξε να ζει είναι ολοφάνερα εις βάρος του ως λ
πρόκειται για παράγοντα καθοριστικό & ανασταλτικό των εξελίξεων