Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανασταλτικός παράγοντας
- απόδοση: που προκαλεί ή που δύναται να προκαλέσει αναστολή καταστάσεως
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’
αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα επί των εξελίξεων