Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συντονιστικό όργανο
- απόδοση: που κατευθύνει δραστηριότητα προερχόμενη από διάφορα άτομα ή κέντρα ενεργειών με κοινό προσδιορισμένο στόχο προκειμένου να εξασφαλισθεί συνέχιση της εξελίξεως
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’