Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προκαλεί καταστροφή
- απόδοση: αρνητική επίδραση / αποδιοργάνωση / πρόκληση φθοράς ή αλλοιώσεως έως αφανισμού
- θεματολογία: ‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’