Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καθαγιασμένος τόπος
- απόδοση: που λόγω καταστάσεων έχει καταστεί ιερός
- θεματολογία: ‘ Περί Θρησκείας ’
το σκοπευτήριο Καισαριανής αποτελεί καθαγιασμένο τόπο εμποτισμένο με αίμα ενδόξων Ελλήνων θυμάτων της θηριώδους Γερμανικής Κατοχής





