λ εκκλησιαζόμενο τις Κυριακές ανελλιπώς
">
Επικοινωνία

Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.

  • Αποστολή


Το μήνυμά σας εστάλη με επιτυχία!!
 
 
θρησκευόμενο άτομο
  • απόδοση: που εκτελεί τα θρησκευτικά καθήκοντα με τυπικότητα
  • θεματολογία: ‘ Περί Θρησκείας ’

πρόκειται για βαθύτατα λ εκκλησιαζόμενο τις Κυριακές ανελλιπώς
‘ Περί Θρησκείας ’
«3»
‘ Περί Θρησκείας ’
«6»
‘ Περί Θρησκείας ’
«7»
‘ Περί Θρησκείας ’
«16»